τσίβα

τσίβα
η, Ν
βλ. ζίβα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζίβα — και τζίβα και τσίβα, η 1. ινώδες χόρτο για γέμισμα στρωμάτων 2. σχοινί από τζίβα που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • Τουρκεστάν — ή Τουρκιστάν). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ασίας, οι κάτοικοι της οποίας μιλούν ιδιώματα του τουρκικού γλωσσικού κορμού. Εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα στα Δ, έως την έρημο Γκόμπι στα Α και ορίζεται στα Ν από τις ορεινές αλυσίδες Κοπέτ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”